νειοτομεύς: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />charrue.<br />'''Étymologie:''' [[νειός]], [[τέμνω]].
|btext=έως (ὁ) :<br />charrue.<br />'''Étymologie:''' [[νειός]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νειοτομεύς:''' έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νειοτομεύς:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.
|lsmtext='''νειοτομεύς:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''νειοτομεύς:''' έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νειο-[[τομεύς]], έως, [[τέμνω]]<br />one who breaks up a [[fallow]], Anth.
|mdlsjtxt=νειο-[[τομεύς]], έως, [[τέμνω]]<br />one who breaks up a [[fallow]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοτομεύς Medium diacritics: νειοτομεύς Low diacritics: νειοτομεύς Capitals: ΝΕΙΟΤΟΜΕΥΣ
Transliteration A: neiotomeús Transliteration B: neiotomeus Transliteration C: neiotomeys Beta Code: neiotomeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 237] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
charrue.
Étymologie: νειός, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νειοτομεύς: έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νειοτομεύς: ὁ (νειός, τέμνω) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.

Greek Monolingual

νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)
(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς.

Greek Monotonic

νειοτομεύς: ὁ (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.

Middle Liddell

νειο-τομεύς, έως, τέμνω
one who breaks up a fallow, Anth.