οἰάκισμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0297.png Seite 297]] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0297.png Seite 297]] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰάκισμα:''' ατος τό управление, руководство (πρὸς σταθμὸν βίου [[Diodotus]] ap. Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰάκισμα]]) [[οιακίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[χειρισμός]] του οίακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρόπος]] διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς [[οἰάκισμα]] πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).
|mltxt=το (ΑΜ [[οἰάκισμα]]) [[οιακίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[χειρισμός]] του οίακα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[τρόπος]] διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς [[οἰάκισμα]] πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).
}}
{{elru
|elrutext='''οἰάκισμα:''' ατος τό управление, руководство (πρὸς σταθμὸν βίου [[Diodotus]] ap. Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκισμα Medium diacritics: οἰάκισμα Low diacritics: οιάκισμα Capitals: ΟΙΑΚΙΣΜΑ
Transliteration A: oiákisma Transliteration B: oiakisma Transliteration C: oiakisma Beta Code: oi)a/kisma

English (LSJ)

ατος, τό, steering, governing, Trag.Adesp.287; regimen, Gloss.

German (Pape)

[Seite 297] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.

Russian (Dvoretsky)

οἰάκισμα: ατος τό управление, руководство (πρὸς σταθμὸν βίου Diodotus ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκισμα: [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω
1. ο χειρισμός του οίακα
2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).