οἰνοπότης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />buveur de vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[πίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />buveur de vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοπότης:''' ου ὁ бражник, пьяница, гуляка Anacr., Polyb., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. οινοπότις (Α [[οἰνοπότης]], θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[οινοποσία]], που του αρέσει να πίνει [[κρασί]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[γαλακτοπότης]].
|mltxt=ο, θηλ. οινοπότις (Α [[οἰνοπότης]], θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[οινοποσία]], που του αρέσει να πίνει [[κρασί]], [[μέθυσος]], [[μπεκρής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), [[πρβλ]]. [[γαλακτοπότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοπότης:''' ου ὁ бражник, пьяница, гуляка Anacr., Polyb., NT.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':o„nopÒthj 哀挪-坡帖士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':酒-飲(者)<br />'''字義溯源''':酒徒,醉漢,好酒的;由([[οἶνος]])*=酒)與([[πίνω]])*=飲)組成<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 好酒的(1) 路7:34;<br />2) 好酒(1) 太11:19
|sngr='''原文音譯''':o„nopÒthj 哀挪-坡帖士<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':酒-飲(者)<br />'''字義溯源''':酒徒,醉漢,好酒的;由([[οἶνος]])*=酒)與([[πίνω]])*=飲)組成<br />'''出現次數''':總共(2);太(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 好酒的(1) 路7:34;<br />2) 好酒(1) 太11:19
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπότης Medium diacritics: οἰνοπότης Low diacritics: οινοπότης Capitals: ΟΙΝΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oinopótēs Transliteration B: oinopotēs Transliteration C: oinopotis Beta Code: oi)nopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, wine-bibber, Anacr.97, Call.Epigr.37, Plb. 20.8.2, LXXPr.23.20, Ev.Matt.11.19:—fem. οἰνόποτ-ις, ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.Th.393 (v. οἰνοπίπης).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur de vin.
Étymologie: οἶνος, πίνω.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπότης: ου ὁ бражник, пьяница, гуляка Anacr., Polyb., NT.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων οἶνον, Ἀνακρ. 98, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37, Πολύβ. 20. 8, 2 - θηλ. οἰνοπότις, -ιδος, ἡ, Ἀνακρ. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 (ἴδε οἰνοπίπης).

English (Strong)

from οἶνος and a derivative of the alternate of πίνω; a tippler: winebibber.

English (Thayer)

ὀινοποτου, ὁ (οἶνος, and πότης a drinker), a winebibber, given to wine: Polybius 20,8, 2; Anacreon (530 B.C.>) fragment 98; Anthol. 7,28, 2.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)
αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που του αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γαλακτοπότης.

Chinese

原文音譯:o„nopÒthj 哀挪-坡帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:酒-飲(者)
字義溯源:酒徒,醉漢,好酒的;由(οἶνος)*=酒)與(πίνω)*=飲)組成
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編
1) 好酒的(1) 路7:34;
2) 好酒(1) 太11:19