περίφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entouré d'une écorce.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φλοιός]].
|btext=ος, ον :<br />entouré d'une écorce.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φλοιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίφλοιος:''' [[одетый корой]] (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει φλοιό, [[φλούδα]] ολόγυρά του, σε Ξεν.
|lsmtext='''περίφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει φλοιό, [[φλούδα]] ολόγυρά του, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''περίφλοιος:''' [[одетый корой]] (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-φλοιος, ον,<br />with [[bark]] all [[round]], Xen.
|mdlsjtxt=[[περί]]-φλοιος, ον,<br />with [[bark]] all [[round]], Xen.
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφλοιος Medium diacritics: περίφλοιος Low diacritics: περίφλοιος Capitals: ΠΕΡΙΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: períphloios Transliteration B: periphloios Transliteration C: perifloios Beta Code: peri/floios

English (LSJ)

ον, with bark all round, X.Cyn. 9.12.

German (Pape)

[Seite 599] umrindet, mit Rinde umgeben, Xen. Cyn. 9, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d'une écorce.
Étymologie: περί, φλοιός.

Russian (Dvoretsky)

περίφλοιος: одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

περίφλοιος: -ον, ὁ ἔχων φλοιὸν ὁλόγυρα, Ξεν. Κυν. 9, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλοιός.

Greek Monotonic

περίφλοιος: -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.

Middle Liddell

περί-φλοιος, ον,
with bark all round, Xen.