πηλόδομος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti avec du limon.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[δέμω]].
|btext=ος, ον :<br />bâti avec du limon.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[δέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηλόδομος:''' [[построенный из глины]], [[глинобитный]] (τοῖχοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηλόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, <i>τοῖχοι</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''πηλόδομος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, <i>τοῖχοι</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πηλόδομος:''' [[построенный из глины]], [[глинобитный]] (τοῖχοι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πηλό-δομος, ον, [[δέμω]]<br />[[clay]]-built, τοῖχοι Anth.
|mdlsjtxt=πηλό-δομος, ον, [[δέμω]]<br />[[clay]]-built, τοῖχοι Anth.
}}
}}

Revision as of 15:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλόδομος Medium diacritics: πηλόδομος Low diacritics: πηλόδομος Capitals: ΠΗΛΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pēlódomos Transliteration B: pēlodomos Transliteration C: pilodomos Beta Code: phlo/domos

English (LSJ)

ον, clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.

Greek Monolingual

-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].

Greek Monotonic

πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.

Middle Liddell

πηλό-δομος, ον, δέμω
clay-built, τοῖχοι Anth.