προσέληνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a précédé la lune, plus ancien que la lune.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σελήνη]].
|btext=ος, ον :<br />qui a précédé la lune, plus ancien que la lune.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σελήνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσέληνος:''' [[существовавший уже до]] (создания) луны, предлунный (эпитет, который давали самим себе аркадцы, кичившиеся своей древностью) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[προυσέληνος]] Α<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «προσέληνοι ἡμέραι» — οι [[τρεις]] ημέρες [[πριν]] από την [[εμφάνιση]] της [[νέας]] σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που [[είναι]] [[προγενέστερος]], αρχαιότερος από τη [[σελήνη]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σέληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>σέληνος</i>, <i>υπο</i>-<i>σέληνος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ, και [[προυσέληνος]] Α<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «προσέληνοι ἡμέραι» — οι [[τρεις]] ημέρες [[πριν]] από την [[εμφάνιση]] της [[νέας]] σελήνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που [[είναι]] [[προγενέστερος]], αρχαιότερος από τη [[σελήνη]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σέληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>σέληνος</i>, <i>υπο</i>-<i>σέληνος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''προσέληνος:''' [[существовавший уже до]] (создания) луны, предлунный (эпитет, который давали самим себе аркадцы, кичившиеся своей древностью) Arst.
}}
}}

Revision as of 15:28, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέληνος Medium diacritics: προσέληνος Low diacritics: προσέληνος Capitals: ΠΡΟΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: prosélēnos Transliteration B: proselēnos Transliteration C: proselinos Beta Code: prose/lhnos

English (LSJ)

ον, (σελήνη) A before the moon, older than the moon, a name given to the Arcadians, as priding themselves on their antiquity, Arist.Fr.591, Hippys 2, Plu. 2.282a, Sch.A.R.4.264; expld. by other Gramm.as = ὑβριστικός (cf. προυσελέω), cf. EM690.11: ὁ προυσέληνος,= ὁ Αρκάς, Call.Iamb.1.121. II π. ἡμέραι the days before the new moon appears, Gp.1.6.2.

German (Pape)

[Seite 759] vor dem Monde, älter als der Mond; so nannten sich die Arkader (Plut. qu. Rom. 76), die eher als der Mond dagewesen zu sein glaubten, vgl. An. Rh. 4, 264; Schol. Ar. Nubb. 398 u. VLL. – Andere brachten das Wort mit dem oben erwähnten προσελέω zusammen u. erkl. ὑβριστικοί. Neuere, wie Döderlein, wollen es »die vor den Hellenen im Peloponnes gewesenen« erklären.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a précédé la lune, plus ancien que la lune.
Étymologie: πρό, σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

προσέληνος: существовавший уже до (создания) луны, предлунный (эпитет, который давали самим себе аркадцы, кичившиеся своей древностью) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσέληνος: -ον, (σελήνη) ὁ πρὸ τῆς σελήνης, ἀρχαιότερος τῆς σελήνης, ὄνομα τῶν Ἀρκάδων, οἵτινες ἐκαυχῶντο ἐπὶ τῇ ἀρχαιότητι αὐτῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 549, Ἵππυς ὁ Ρηγῖνος παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ. ἐν λ. Ἀρκάς, Πλούτ. 2. 282Α, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 264. Ἕτεροι προθυμότερον σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ῥῆμα προυσελέω, καὶ ἑρμηνεύουσιν = ὑβριστικός, Ἐτυμολ. Μέγ. 690. 11. ΙΙ. πρ. ἡμέραι, αἱ πρῶται τρεῖς ἡμέραι τῆς νέας σελήνης, προσελήνοις μόναις, τουτέστι ταῖς πρώταις τρισὶν ἡμέραις γεννηθείσης αὐτῆς Γεωπ. 1. 6, 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και προυσέληνος Α
μσν.
φρ. «προσέληνοι ἡμέραι» — οι τρεις ημέρες πριν από την εμφάνιση της νέας σελήνης
αρχ.
1. (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη
2. υβριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. παν-σέληνος, υπο-σέληνος].