προσάρκτιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />septentrional.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄρκτος]].
|btext=ος, ον :<br />septentrional.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἄρκτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσάρκτιος:''' [[лежащий к северу]], [[северный]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσάρκτιος:''' -ον ([[ἄρκτος]]), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.
|lsmtext='''προσάρκτιος:''' -ον ([[ἄρκτος]]), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσάρκτιος:''' [[лежащий к северу]], [[северный]] Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-άρκτιος, ον, [[ἄρκτος]]<br />[[towards]] the [[north]], Strab.
|mdlsjtxt=προσ-άρκτιος, ον, [[ἄρκτος]]<br />[[towards]] the [[north]], Strab.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρκτιος Medium diacritics: προσάρκτιος Low diacritics: προσάρκτιος Capitals: ΠΡΟΣΑΡΚΤΙΟΣ
Transliteration A: prosárktios Transliteration B: prosarktios Transliteration C: prosarktios Beta Code: prosa/rktios

English (LSJ)

ον, northerly, Plb.34.5.9, Str.1.4.5, J.BJ1.7.3.

German (Pape)

[Seite 752] gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
septentrional.
Étymologie: πρός, ἄρκτος.

Russian (Dvoretsky)

προσάρκτιος: лежащий к северу, северный Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρκτιος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν, βόρειος, Πολύβ. 34. 5, 9, Στράβ. 64, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)].

Greek Monotonic

προσάρκτιος: -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.

Middle Liddell

προσ-άρκτιος, ον, ἄρκτος
towards the north, Strab.