σκαλεύς: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui sarcle.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui sarcle.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰλεύς:''' έως ὁ копатель, полольщик Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκᾰλεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάλλω]]), αυτός που σκαλίζει, [[σκαλιστής]], [[σκαφτιάς]], [[σκαπανέας]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σκᾰλεύς:''' -έως, ὁ ([[σκάλλω]]), αυτός που σκαλίζει, [[σκαλιστής]], [[σκαφτιάς]], [[σκαπανέας]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰλεύς:''' έως ὁ копатель, полольщик Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκᾰλεύς, έως, ὁ, [[σκάλλω]]<br />a hoer, Xen.
|mdlsjtxt=σκᾰλεύς, έως, ὁ, [[σκάλλω]]<br />a hoer, Xen.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλεύς Medium diacritics: σκαλεύς Low diacritics: σκαλεύς Capitals: ΣΚΑΛΕΥΣ
Transliteration A: skaleús Transliteration B: skaleus Transliteration C: skaleys Beta Code: skaleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, hoer, X.Oec.17.12,15.

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui sarcle.
Étymologie: σκάλλω.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλεύς: έως ὁ копатель, полольщик Xen.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεύς: έως, ὁ, (σκάλλω) ὁ σκαλίζων, «τσαπίζων», Ξεν. Οἰκ. 17. 12 καὶ 15.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά του κήπου ή τα σπαρτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαλεύω.

Greek Monotonic

σκᾰλεύς: -έως, ὁ (σκάλλω), αυτός που σκαλίζει, σκαλιστής, σκαφτιάς, σκαπανέας, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκᾰλεύς, έως, ὁ, σκάλλω
a hoer, Xen.