σιδηροτομέω: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couper avec du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τέμνω]].
|btext=-ῶ :<br />couper avec du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροτομέω:''' [[рассекать железом]] (τινα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο [[εργαλείο]], με [[ξίφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σῐδηροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[τέμνω]]), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο [[εργαλείο]], με [[ξίφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροτομέω:''' [[рассекать железом]] (τινα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω [[τέμνω]]<br />to cut or [[cleave]] with [[iron]], Anth.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω [[τέμνω]]<br />to cut or [[cleave]] with [[iron]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτομέω Medium diacritics: σιδηροτομέω Low diacritics: σιδηροτομέω Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: sidērotoméō Transliteration B: sidērotomeō Transliteration C: sidirotomeo Beta Code: sidhrotome/w

English (LSJ)

cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).

German (Pape)

[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.

Greek Monotonic

σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω
to cut or cleave with iron, Anth.