ταραξικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trouble le cœur, qui tourmente.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]], [[καρδία]].
|btext=ος, ον :<br />qui trouble le cœur, qui tourmente.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]], [[καρδία]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' [[ταράσσω]] повергающий в душевное смятение, хватающий за сердце (τὸ [[ἔπος]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που ταράζει την [[καρδιά]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]), αυτός που ταράζει την [[καρδιά]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰραξῐκάρδιος:''' [[ταράσσω]] повергающий в душевное смятение, хватающий за сердце (τὸ [[ἔπος]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰραξῐ-κάρδιος, ον, [[καρδία]]<br />[[heart]]-troubling, Ar.
|mdlsjtxt=τᾰραξῐ-κάρδιος, ον, [[καρδία]]<br />[[heart]]-troubling, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰραξῐκάρδῐος Medium diacritics: ταραξικάρδιος Low diacritics: ταραξικάρδιος Capitals: ΤΑΡΑΞΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: taraxikárdios Transliteration B: taraxikardios Transliteration C: taraksikardios Beta Code: taracika/rdios

English (LSJ)

ον, heart-troubling, Ar.Ach.315 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1070] das Herz beunruhigend, Ar. Ach. 296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trouble le cœur, qui tourmente.
Étymologie: ταράσσω, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

τᾰραξῐκάρδιος: ταράσσω повергающий в душевное смятение, хватающий за сердце (τὸ ἔπος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρᾰξικάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ταράττων, τοῦτο τοὖπος δεινὸν ἤδη καὶ ταραξικάρδιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 315.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ταράζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σπαραξι-κάρδιος].

Greek Monotonic

τᾰραξῐκάρδιος: -ον (καρδία), αυτός που ταράζει την καρδιά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰραξῐ-κάρδιος, ον, καρδία
heart-troubling, Ar.