τελεσσίφρων: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui accomplit ses projets.<br />'''Étymologie:''' poét. p. *τελεσίφρων, de [[τελέω]], [[φρήν]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui accomplit ses projets.<br />'''Étymologie:''' poét. p. *τελεσίφρων, de [[τελέω]], [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''τελεσσίφρων:''' ονος adj. осуществляющий свои намерения или планы, умеющий добиться своего ([[μῆνις]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τελεσσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), ποιητ. αντί [[τελεσίφρων]], αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τελεσσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), ποιητ. αντί [[τελεσίφρων]], αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τελεσσίφρων:''' ονος adj. осуществляющий свои намерения или планы, умеющий добиться своего ([[μῆνις]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τελεσσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]] [poetic for [[τελεσίφρων]]<br />[[working]] its [[will]], Aesch.
|mdlsjtxt=τελεσσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]] [poetic for [[τελεσίφρων]]<br />[[working]] its [[will]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσσίφρων Medium diacritics: τελεσσίφρων Low diacritics: τελεσσίφρων Capitals: ΤΕΛΕΣΣΙΦΡΩΝ
Transliteration A: telessíphrōn Transliteration B: telessiphrōn Transliteration C: telessifron Beta Code: telessi/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) poet. for τελεσίφρων, A working its will, μῆνις τ., of divine vengeance, A.Ag.700 (lyr.). 2 Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ μέγιστε perhaps perfecting man's mental powers, PMag.Lond.46.415, cf. 121.678.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui accomplit ses projets.
Étymologie: poét. p. *τελεσίφρων, de τελέω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

τελεσσίφρων: ονος adj. осуществляющий свои намерения или планы, умеющий добиться своего (μῆνις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τελεσσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρήν), ποιητ. ἀντὶ τελεσίφρων, ὁ ἐκτελῶν τὴν ἰδίαν θέλησιν ἢ πρόθεσιν, μῆτις τ., ἐπὶ τῆς θείας ἐκδικήσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 700 (λυρ.).

Greek Monolingual

και τελεσίφρων, -ονος, ό, ἡ, Α
1. (ιδίως για την θεά Εκδίκηση) αυτός που πραγματοποιεί τα σχέδιά του, που εκπληρώνει τις προθέσεις του
2. πιθ. (για τη θεά Μνήμη) αυτός που τελειοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου («Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ μέγιστε», πάπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί-φρων, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

τελεσσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ποιητ. αντί τελεσίφρων, αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τελεσσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν [poetic for τελεσίφρων
working its will, Aesch.