τετράρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre timons ; à huit chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ῥυμός]].
|btext=ος, ον :<br />à quatre timons ; à huit chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[ῥυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράρρῡμος:''' с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей ([[ἅρμα]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] πώλους, δηλ. [[οκτώ]] άλογα, σε Ξεν.
|lsmtext='''τετράρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] πώλους, δηλ. [[οκτώ]] άλογα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράρρῡμος:''' с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей ([[ἅρμα]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετράρ-ρῡμος, ον,<br />with [[four]] poles, i. e. [[eight]]-[[horsed]], Xen.
|mdlsjtxt=τετράρ-ρῡμος, ον,<br />with [[four]] poles, i. e. [[eight]]-[[horsed]], Xen.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρρῡμος Medium diacritics: τετράρρυμος Low diacritics: τετράρρυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrárrymos Transliteration B: tetrarrymos Transliteration C: tetrarrymos Beta Code: tetra/rrumos

English (LSJ)

ον, A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42. II τετράρυμον ἄμφοδον = compitus Gloss., city block, block of buildings surrounded by four streets, (from ῥύμη street).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.

Russian (Dvoretsky)

τετράρρῡμος: с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей (ἅρμα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύρρυμος)].

Greek Monotonic

τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.

Middle Liddell

τετράρ-ρῡμος, ον,
with four poles, i. e. eight-horsed, Xen.