τιθηνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1113.png Seite 1113]] ῆρος, ὁ, = [[τιθηνός]], Archi. 13 (Plan. 179).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1113.png Seite 1113]] ῆρος, ὁ, = [[τιθηνός]], Archi. 13 (Plan. 179).
}}
{{elru
|elrutext='''τῐθηνητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[τιθηνός]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῐθηνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[τιθηνός]], σε Ανθ.· θηλ. [[τιθηνήτειρα]] = [[τιθήνη]], στον ίδ.
|lsmtext='''τῐθηνητήρ:''' -ῆρος, ὁ, = [[τιθηνός]], σε Ανθ.· θηλ. [[τιθηνήτειρα]] = [[τιθήνη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῐθηνητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[τιθηνός]] I.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,<br />= [[τιθηνός]], Anth.:—fem. -τειρα, = [[τιθήνη]], Anth.
|mdlsjtxt=τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,<br />= [[τιθηνός]], Anth.:—fem. -τειρα, = [[τιθήνη]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνητήρ Medium diacritics: τιθηνητήρ Low diacritics: τιθηνητήρ Capitals: ΤΙΘΗΝΗΤΗΡ
Transliteration A: tithēnētḗr Transliteration B: tithēnētēr Transliteration C: tithinitir Beta Code: tiqhnhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = τιθηνός, AP7.241 (Antip. Sid.), APl.4.179 (Arch.):—fem. τῐθην-ήτειρα, = τιθήνη, AP9.19 (Id.), APl.4.296 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1113] ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Archi. 13 (Plan. 179).

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνητήρ: ῆρος ὁ Anth. = τιθηνός I.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνητήρ: ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Ἀνθολ. Παλ. 7. 241, Πλαν. 179· - θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, Ἀνθολ. Π. 9. 19, Πλαν. 296· - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α
(ποιητ. τ.) τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμη-τήρ, γεννή-τειρα)].

Greek Monotonic

τῐθηνητήρ: -ῆρος, ὁ, = τιθηνός, σε Ανθ.· θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, στον ίδ.

Middle Liddell

τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,
= τιθηνός, Anth.:—fem. -τειρα, = τιθήνη, Anth.