φιλοκόλαξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />qui aime les flatteurs.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κόλαξ]]. | |btext=ακος (ὁ, ἡ)<br />qui aime les flatteurs.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κόλαξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοκόλαξ:''' ᾰκος adj. любящий (общество) льстецов Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοκόλαξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που του αρέσουν οι κολακίες, σε Αριστ. | |lsmtext='''φῐλοκόλαξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που του αρέσουν οι κολακίες, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλο-[[κόλαξ]], ακος,<br />[[fond]] of flatterers, Arist. | |mdlsjtxt=φῐλο-[[κόλαξ]], ακος,<br />[[fond]] of flatterers, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, fond of flatterers, Arist. EN1159a14, Rh.1371b23, Phld.Herc.1457 Fr.15, Plu.2.49a.
German (Pape)
[Seite 1281] ακος, Schmeichler, Schmarotzer liebend; Arist. eth. 8, 8 rhet. 1, 11; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
qui aime les flatteurs.
Étymologie: φίλος, κόλαξ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκόλαξ: ᾰκος adj. любящий (общество) льстецов Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκόλαξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κόλακας, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 8, 1, Ρητ. 1. 11, 26.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που αγαπά τις κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κόλαξ, -ακος].
Greek Monotonic
φῐλοκόλαξ: ὁ, ἡ, αυτός που του αρέσουν οι κολακίες, σε Αριστ.