χαλκοκνήμις: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux bottines d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[κνημίς]]. | |btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux bottines d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[κνημίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοκνήμις:''' ῑδος adj. в медных поножах ([[Ἀχαιοί]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοκνήμῑς:''' -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''χαλκοκνήμῑς:''' -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,<br />[[brass]]-greaved, Il. | |mdlsjtxt=χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,<br />[[brass]]-greaved, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, bronze-greaved, Il.7.41.
German (Pape)
[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
aux bottines d'airain.
Étymologie: χαλκός, κνημίς.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοκνήμις: ῑδος adj. в медных поножах (Ἀχαιοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.
Greek Monolingual
-ιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. ἐϋ-κνήμις, δασυ-κνήμις)].
Greek Monotonic
χαλκοκνήμῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
brass-greaved, Il.