χλοαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui brille d'un vert tendre <i>ou</i> d'un jaune pâle.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]], [[αὐγή]].
|btext=ής, ές :<br />qui brille d'un vert tendre <i>ou</i> d'un jaune pâle.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]], [[αὐγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλοαυγής:''' [[отсвечивающий зеленью]] (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλοαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που έχει χλοερή [[λάμψη]], σε Λουκ.
|lsmtext='''χλοαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που έχει χλοερή [[λάμψη]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλοαυγής:''' [[отсвечивающий зеленью]] (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χλο-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />with a greenish [[lustre]], Luc.
|mdlsjtxt=χλο-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />with a greenish [[lustre]], Luc.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοαυγής Medium diacritics: χλοαυγής Low diacritics: χλοαυγής Capitals: ΧΛΟΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chloaugḗs Transliteration B: chloaugēs Transliteration C: chloavgis Beta Code: xloaugh/s

English (LSJ)

ές, with a greenish lustre, Luc.Dom.11.

German (Pape)

[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d'un vert tendre ou d'un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκτ-αυγής, φωτ-αυγής].

Greek Monotonic

χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.

Middle Liddell

χλο-αυγής, ές αὐγή
with a greenish lustre, Luc.