χυτρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[χυτρίς]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[χυτρίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρίδιον:''' (ῐδ) τό горшочек Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χυτρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[χύτρα]], μικρό [[αγγείο]], [[κύπελλο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χυτρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ. του [[χύτρα]], μικρό [[αγγείο]], [[κύπελλο]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρίδιον:''' (ῐδ) τό горшочек Arph., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χυτρῐ́διον, ου, τό, [Dim. of [[χύτρα]]<br />a [[small]] pot, cup, Ar.
|mdlsjtxt=χυτρῐ́διον, ου, τό, [Dim. of [[χύτρα]]<br />a [[small]] pot, cup, Ar.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρίδιον Medium diacritics: χυτρίδιον Low diacritics: χυτρίδιον Capitals: ΧΥΤΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: chytrídion Transliteration B: chytridion Transliteration C: chytridion Beta Code: xutri/dion

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of χυτρίς, a small pot, cup, Hp.Ulc.17, Ar.Ach.463, 1175, Alex.244.2, Inscr.Délos 1403 A bi84 (ii B. C.); also χυθρίδιον, Aët.11.11; Ion. κυθρίδιον, Epicur.Fr.182, Olymp.Alch. p.75B.

German (Pape)

[Seite 1385] τό, dim. von χυτρίς, Ar. Ach. 463. 1175, com. bei Ath. XI, 502 c, als Trinkgeschirr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χυτρίς.

Russian (Dvoretsky)

χυτρίδιον: (ῐδ) τό горшочек Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ χυτρίς, μικρὰ χύτρα, Ἱππ. 879, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, 1175, Ἄλεξις ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 1 ― ἐν τῷ τύπῳ κυθρίδιον, Κλήμ. Ἀλεξ. 165.

Greek Monotonic

χυτρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του χύτρα, μικρό αγγείο, κύπελλο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χυτρῐ́διον, ου, τό, [Dim. of χύτρα
a small pot, cup, Ar.