χοιροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α (ὁ) :<br />marchand de cochons.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]], [[πωλέω]].
|btext=α (ὁ) :<br />marchand de cochons.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖρος]], [[πωλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χοιροπώλης:''' ου, дор. [[χοιροπώλας]], ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοιροπώλης:''' Δωρ. -ας, -α, ὁ ([[πωλέομαι]]), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χοιροπώλης:''' Δωρ. -ας, -α, ὁ ([[πωλέομαι]]), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χοιροπώλης:''' ου, дор. [[χοιροπώλας]], ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πωλέομαι]]<br />a pig-jobber, Ar.
|mdlsjtxt=[[πωλέομαι]]<br />a pig-jobber, Ar.
}}
}}

Revision as of 17:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιροπώλης Medium diacritics: χοιροπώλης Low diacritics: χοιροπώλης Capitals: ΧΟΙΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: choiropṓlēs Transliteration B: choiropōlēs Transliteration C: choiropolis Beta Code: xoiropw/lhs

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, α, ὁ, pig-dealer, Ar.Ach.818, Fr.578.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

χοιροπώλης: ου, дор. χοιροπώλας, ᾱ ὁ торговец свиньями Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].

Greek Monotonic

χοιροπώλης: Δωρ. -ας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πωλέομαι
a pig-jobber, Ar.