ἀνδροβρώς: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[ἀνδροβόρος]]. | |btext=<i>c.</i> [[ἀνδροβόρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδροβρώς:''' ῶτος adj. пожирающий людей, людоедский Eur., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδροβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]], βι-βρώσκω), αυτός που τρώει άνδρες, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνδροβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[ἀνήρ]], βι-βρώσκω), αυτός που τρώει άνδρες, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, ἡ, man-eating, cannibal, γνάθος E.Cyc.93; χαρμοναί Id.HF384; ἡδοναί Fr.537.
Spanish (DGE)
-ῶτος
antropófago, propio de caníbales, γνάθος E.Cyc.93, χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι E.HF 384, ἀνδροβρῶτας ἡδονάς E.Fr.537.
German (Pape)
[Seite 218] ῶτος, menschenfressend, γνάθος Eur. Cycl. 93; χαρμοναί Herc. Fur. 385, wie Dosiad. ara 2 (XV, 26), von Diomedes, der den Kopf des Melanippus aufgegessen haben soll.
French (Bailly abrégé)
c. ἀνδροβόρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροβρώς: ῶτος adj. пожирающий людей, людоедский Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) = ἀνδροβόρος, γνάθος Εὐρ. Κύκλ. 93· χαρμοναὶ ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 385· πρβλ. ὠμοφάγος.
Greek Monotonic
ἀνδροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, βι-βρώσκω), αυτός που τρώει άνδρες, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀνήρ, βιβρώσκω
man-eating, Eur.