ἀνεκβίαστος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que la violence ne peut écarter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], ἐκβιάζομαι.
|btext=ος, ον :<br />que la violence ne peut écarter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], ἐκβιάζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεκβίαστος:''' [[неодолимый]] ([[εἱμαρμένη]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεκβίαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εκβιάσει, [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]].
|mltxt=[[ἀνεκβίαστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να εκβιάσει, [[ακατανίκητος]], [[ακαταμάχητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεκβίαστος:''' [[неодолимый]] ([[εἱμαρμένη]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκβίαστος Medium diacritics: ἀνεκβίαστος Low diacritics: ανεκβίαστος Capitals: ΑΝΕΚΒΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anekbíastos Transliteration B: anekbiastos Transliteration C: anekviastos Beta Code: a)nekbi/astos

English (LSJ)

ον, not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser dominado, δύναμις Chrysipp.Stoic.2.64, Plu.2.1055e, cf. Gell.1.2.7 (u.l.).

German (Pape)

[Seite 221] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que la violence ne peut écarter.
Étymologie: , ἐκβιάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκβίαστος: неодолимый (εἱμαρμένη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκβίαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.

Greek Monolingual

ἀνεκβίαστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος.