ἀνομόλογος: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non d'accord, contradictoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμόλογος]]. | |btext=ος, ον :<br />non d'accord, contradictoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμόλογος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνομόλογος:''' [[противоречивый]] ([[ψευδὴς]] καὶ ἀ. Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνομόλογος:''' -ον, αυτός που διαφωνεί. | |lsmtext='''ἀνομόλογος:''' -ον, αυτός που διαφωνεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, not agreeing, incongruous, S.E.M.8.331, cf. Harp. s.v. ἀσυνθετώτατον, Apollon.Cit.3: c. dat., Alex.Aphr.in Top.548.17. Adv. ἀνομολόγως = in contradictory fashion Porph. Abst.2.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 incongruente λήμματα S.E.M.8.331, ἀνομόλογον καὶ ἀσύμφωνον Harp.s.u. ἀσυνθετώτατον
•subst. τὸ περὶ τὴν τάξιν ἀ. Ptol.Tetr.1.21.19, τὰ ἀ. Apollon.Cit.3.24
•c. dat. τινὰ ... ἀνομόλογα τῷ κειμένῳ Alex.Aphr.in Top.548.17.
2 adv. ἀνομολόγως = en forma incongruente ἀ. ... γίγνεσθαι Porph.Abst.2.40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non d'accord, contradictoire.
Étymologie: ἀ, ὁμόλογος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομόλογος: противоречивый (ψευδὴς καὶ ἀ. Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομόλογος: -ον, ἀσύμφωνος, διὰ τὸ ἐκεῖνα εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.
Greek Monolingual
ἀνομόλογος, -ον (Α)
αυτός που δεν συμφωνεί, ασύμφωνος, αντιφατικός.
Greek Monotonic
ἀνομόλογος: -ον, αυτός που διαφωνεί.