ἀπονενοημένως: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec désespoir.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀπονοέομαι]]. | |btext=<i>adv.</i><br />avec désespoir.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀπονοέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπονενοημένως:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отчаянно]] (χωρεῖν τοῖς ἀναβεβηκόσιν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[с отчаянием]] (διακεῖσθαι πρὸς τὸ [[ζῆν]] Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπονενοημένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀπονοέομαι]], απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀπονενοημένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[ἀπονοέομαι]], απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Adv. [[part]]. pf. pss. of [[ἀπονοέομαι]] desperately, Xen. | |mdlsjtxt=<br />Adv. [[part]]. pf. pss. of [[ἀπονοέομαι]] desperately, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv., (ἀπονοέομαι) desperately, X.HG7.2.8, Luc. DMort.19.2, etc.; ἀ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα to be obstinately averse to food, Hp.Epid.3.17.β; ἀ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν to be recklessly indifferent to life, Isoc.6.75.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἀπονοέω
1 desesperadamente ἐχώρουν X.HG 7.2.8, cf. Luc.DMort.27.2.
2 en disposición dé renuncia a πρὸς δὲ τὰ γεύματα ἀ. εἶχεν Hp.Epid.3.17.2, ἀ. δὲ πρὸς τὸ ζῆν διακείμενον Isoc.6.75.
German (Pape)
[Seite 316] verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec désespoir.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀπονοέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονενοημένως:
1) отчаянно (χωρεῖν τοῖς ἀναβεβηκόσιν Xen.);
2) с отчаянием (διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονενοημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀπονοέομαι, ἀπεγνωκότως, ἀπεγνωσμένως, ὁμόσε ἐχώρουν ἀπονενοημένως τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D.
Greek Monotonic
ἀπονενοημένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του ἀπονοέομαι, απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν.
Middle Liddell
Adv. part. pf. pss. of ἀπονοέομαι desperately, Xen.