ἀπορρύπτω: Difference between revisions
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=nettoyer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥύπτω]]. | |btext=nettoyer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορρύπτω:''' тж. med. тщательно чистить, очищать, смывать ([[σῶμα]] Plut.; ἑαυτόν Luc.; перен. μελεδῶνας Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπορρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, [[καθαρίζω]] σχολαστικά, σε Λουκ. — Μέσ., [[καθαρίζω]] προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπορρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, [[καθαρίζω]] σχολαστικά, σε Λουκ. — Μέσ., [[καθαρίζω]] προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[cleanse]] [[thoroughly]], Luc.: Mid. to [[cleanse]] [[oneself]], Plut. | |mdlsjtxt=<br />to [[cleanse]] [[thoroughly]], Luc.: Mid. to [[cleanse]] [[oneself]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
A cleanse thoroughly, Asp.in EN25.1, Luc.Gall.9; τοὺς πόρους Gal.11.745:—Med., cleanse oneself, Plu.Sull.36, Ael.NA9.62: c.acc., ἀ. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, cf. Iamb.Protr.21. ιά. 2 wash away, μελεδωνάς prob. cj. in AP9.815.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀπορύπτω Gal.11.745
1 limpiar τοὺς πόρους Gal.l.c., ἐμαυτόν Luc.Gall.9
•fig. borrar, limpiar, eliminar μελεδῶνας AP 9.815, un baldón ὃν ... ἀπορρύψειεν ὁ γενναῖος Asp.in EN 25.1, el pecado, Gr.Nyss.Bapt.Chr.p.222.15.
2 en v. med. limpiarse, lavarse c. ac. σπίλους Pythag.Ep.2.2
•abs., Artem.4.41, Plu.Sull.36, Ael.NA 9.62
•fig. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, τὰς δὲ φαύλας (πράξεις) Iambl.Protr.21, τὰς ἁμαρτίας ἀπορρυπτόμεθα Clem.Al.Paed.1.6.26, la herejía, Eus.HE 4.30.3.
French (Bailly abrégé)
nettoyer.
Étymologie: ἀπό, ῥύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρύπτω: тж. med. тщательно чистить, очищать, смывать (σῶμα Plut.; ἑαυτόν Luc.; перен. μελεδῶνας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρύπτω: ἀποπλύνω τὸν ῥύπον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9. - Μεσ., καθαρίζω ἐμαυτὸν, Ἐμπεδ. 442 Stein, Πλουτ. Σύλλ. 36, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 62. 2) ἀποπλύνω, τὸ λοετρὸν ἀπορρύπτει μελεδῷνας Ἀνθ. Π. 9. 815. Ὡσαύτως -ρυπόω, Ἡσύχ.: ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -πωσις, ἡ, καθαρισμὸς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀπορρύπτω (Α) ρύπτω
1. καθαρίζω προσεκτικά
2. ξεπλένω.
Greek Monotonic
ἀπορρύπτω: μέλ. -ψω, ξεπλένω τη βρωμιά, καθαρίζω σχολαστικά, σε Λουκ. — Μέσ., καθαρίζω προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to cleanse thoroughly, Luc.: Mid. to cleanse oneself, Plut.