ἀπόκνισμα: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />écorchure ; rognure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκνίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />écorchure ; rognure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκνίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκνισμα:''' ατος τό щепотка, кусочек Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκνισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό [[κομματάκι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπόκνισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό [[κομματάκι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκνισμα:''' ατος τό щепотка, кусочек Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποκνίζω]]<br />that [[which]] is nipt off, a [[little]] bit, Ar.
|mdlsjtxt=[from [[ἀποκνίζω]]<br />that [[which]] is nipt off, a [[little]] bit, Ar.
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκνισμα Medium diacritics: ἀπόκνισμα Low diacritics: απόκνισμα Capitals: ΑΠΟΚΝΙΣΜΑ
Transliteration A: apóknisma Transliteration B: apoknisma Transliteration C: apoknisma Beta Code: a)po/knisma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.

German (Pape)

[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκνισμα: ατος τό щепотка, кусочек Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

Greek Monolingual

ἀπόκνισμα, το (Α) αποκνίζω
μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι.

Greek Monotonic

ἀπόκνισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό κομματάκι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀποκνίζω
that which is nipt off, a little bit, Ar.