ἀσταγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] ές, nicht tröpfelnd, a) trocken, nicht zerstießend, [[κρύσταλλος]] Soph. frg. 162. – b) stark fließend, ἀσταγὲς ῥέω Ap. Rh. 3, 805; Nic. th. 307.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] ές, nicht tröpfelnd, a) trocken, nicht zerstießend, [[κρύσταλλος]] Soph. frg. 162. – b) stark fließend, ἀσταγὲς ῥέω Ap. Rh. 3, 805; Nic. th. 307.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστᾰγής:''' не капающий, т. е. твердый, крепкий ([[κρύσταλλος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσταγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν στάζει [[γιατί]] έχει παγώσει («ἀσταγὴς [[κρύσταλλος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) όχι [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] [[αλλά]] ακράτητα («τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγὲς [[αὔτως]]» — για δάκρυα που ἑτρεχαν [[ποτάμι]], Απ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]].
|mltxt=[[ἀσταγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν στάζει [[γιατί]] έχει παγώσει («ἀσταγὴς [[κρύσταλλος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) όχι [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] [[αλλά]] ακράτητα («τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγὲς [[αὔτως]]» — για δάκρυα που ἑτρεχαν [[ποτάμι]], Απ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστᾰγής:''' не капающий, т. е. твердый, крепкий ([[κρύσταλλος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰγής Medium diacritics: ἀσταγής Low diacritics: ασταγής Capitals: ΑΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: astagḗs Transliteration B: astagēs Transliteration C: astagis Beta Code: a)stagh/s

English (LSJ)

ές, A not trickling, ἀ. κρύσταλλος hard-frozen ice, dub. l. in S.Fr.149.4 (prob. εὐπαγῆ). II not merely trickling, i.e. gushing, in a stream, A.R.3.805, Nic.Th.307.

Spanish (DGE)

(ἀστᾰγής) -ές
1 que fluye a borbotones ὕδωρ Call.Fr.317, αἷμα Nic.Th.307, ἀστεγὲς δάκρυ prob. f.l. App.Anth.3.198
neutr. como adv. τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγές y éstas (las lágrimas) fluían a borbotones A.R.3.805.
2 que cae a raudales νιφετός Nonn.D.1.302.

German (Pape)

[Seite 374] ές, nicht tröpfelnd, a) trocken, nicht zerstießend, κρύσταλλος Soph. frg. 162. – b) stark fließend, ἀσταγὲς ῥέω Ap. Rh. 3, 805; Nic. th. 307.

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰγής: не капающий, т. е. твердый, крепкий (κρύσταλλος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰγής: -ές, ὁ μὴ στάζων, ἀσταγὴς κρύσταλλος, ἰσχυρῶς κρυσταλλωθεὶς πάγος, Σοφ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ. ὁ μὴ στάζων, ἀλλὰ ῥέων ἐπὶ δακρύων, τὰ δ’ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως (κοιν. ἀστεγὲς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 805, Valck. Ad. σ. 228.

Greek Monolingual

ἀσταγής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος»)
2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» — για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σταγής < στάζω.