ἀσπιδόδουπος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui retentit du bruit du bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπίς]], [[δοῦπος]].
|btext=ος, ον :<br />qui retentit du bruit du bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπίς]], [[δοῦπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδόδουπος:''' [[сопровождающийся бряцанием щитов]] (δρόμοι Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπῐδόδουπος:''' -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀσπῐδόδουπος:''' -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπῐδόδουπος:''' [[сопровождающийся бряцанием щитов]] (δρόμοι Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=clattering with shields, Pind.
|mdlsjtxt=clattering with shields, Pind.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδόδουπος Medium diacritics: ἀσπιδόδουπος Low diacritics: ασπιδόδουπος Capitals: ΑΣΠΙΔΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: aspidódoupos Transliteration B: aspidodoupos Transliteration C: aspidodoupos Beta Code: a)spido/doupos

English (LSJ)

ον, clattering with shields, Pi.I.1.23.

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδόδουπος) -ον
de escudos resonantes ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23.

German (Pape)

[Seite 373] schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du bruit du bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, δοῦπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδόδουπος: сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδόδουπος: -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. ὁπλίτης 1.

English (Slater)

ἀσπῐδόδουπος with ringing shields ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)

Greek Monolingual

ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

ἀσπῐδόδουπος: -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.

Middle Liddell

clattering with shields, Pind.