ἀσυντέλεστος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />incomplet, inachevé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συντελέω]]. | |btext=ος, ον :<br />incomplet, inachevé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συντελέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυντέλεστος:''' [[незаконченный]], [[незавершенный]], [[неполный]] Diod., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσυντέλεστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο [[ασυμπλήρωτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσυντέλεστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο [[ασυμπλήρωτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:33, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, incomplete, IPE12.32B57 (Olbia, iii B.C.), D.S.4.12, Plu.2.1056d, POxy.707.30 (iii A. D.); not executed, Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ον
1 incompleto ἡ κατὰ τὸν ... πύργον σχοινιαία IPE 12.32B.58 (Olbia III a.C.), διῶρυξ D.S.1.33, ἆθλον D.S.4.12, νομοθεσία D.S.12.26, αἱ τοῦ Διὸς κινήσεις καὶ σχέσεις Plu.2.1056d, (τροχὸν) ἀσυντέλεστον καταλελοιπέναι POxy.707.30 (II d.C.).
2 no realizado τὰ δεδογμένα τῷ κοινῷ SEG 3.674A.23 (Rodas II a.C.).
German (Pape)
[Seite 381] unvollendet, unvollkommen, Plut. Stoic. repugn. 47 g. E.; D. Sic. 4, 12. 12, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incomplet, inachevé.
Étymologie: ἀ, συντελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυντέλεστος: незаконченный, незавершенный, неполный Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυντέλεστος: -ον, ὁ μὴ συντελεσμένος, ὁ μὴ ἀποπερατωθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 57, Διόδ. 4, 12, Πλούτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυντέλεστος, -ον)
αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος.