ἀρτιδαής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />nouvellement appris.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[διδάσκω]]. | |btext=ής, ές :<br />nouvellement appris.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[διδάσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτιδᾰής:''' [[недавно заученный или усвоенный]] (εὐμαθίη Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτιδᾰής:''' -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε [[πριν]] από λίγο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀρτιδᾰής:''' -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε [[πριν]] από λίγο, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[δάημι]<br />[[just]] taught, Anth. | |mdlsjtxt=[δάημι]<br />[[just]] taught, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, just taught, AP6.227 (Crin.).
Spanish (DGE)
(ἀρτῐδᾰής) -ές
recién enseñado de abstr. εὐμαθίη AP 6.227.6 (Crin.)
•de pers. c. gen. que empieza a conocer βίοτοιο GVI 1338.5 (Tracia III a.C.).
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben unterrichtet, εὐμαθίη Crinag. 4 (VI, 227).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement appris.
Étymologie: ἄρτι, διδάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιδᾰής: недавно заученный или усвоенный (εὐμαθίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιδᾰής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου διδαχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 227.
Greek Monolingual
ἀρτιδαής, -ές (Α)
αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δαής < (θ.) δαη-, εδάην (αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»)].
Greek Monotonic
ἀρτιδᾰής: -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.
Middle Liddell
[δάημι]
just taught, Anth.