ἐνετός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />introduit dans ; aposté, suborné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίημι]].
|btext=ή, όν :<br />introduit dans ; aposté, suborné.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνετός:''' [adj. verb. к [[ἐνίημι]] подосланный ([[ὑπό]] τινος Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀναστάς]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνετός]], -ή, -όν (AM) [[ἐνίημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος<br /><b>2.</b> αυτός που διαχέεται [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[βαλτός]], [[εγκάθετος]].
|mltxt=[[ἐνετός]], -ή, -όν (AM) [[ἐνίημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος<br /><b>2.</b> αυτός που διαχέεται [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[βαλτός]], [[εγκάθετος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνετός:''' [adj. verb. к [[ἐνίημι]] подосланный ([[ὑπό]] τινος Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἀναστάς]]).
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετός Medium diacritics: ἐνετός Low diacritics: ενετός Capitals: ΕΝΕΤΟΣ
Transliteration A: enetós Transliteration B: enetos Transliteration C: enetos Beta Code: e)neto/s

English (LSJ)

ή, όν, A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.

Spanish (DGE)

-όν
• Alolema(s): ἔνετος I.AI 3.136
1 de pers. comprado, instigado, inducido a hablar por dinero ἄλλοι δ' ἐνετοὶ λέγοντες X.Cyr.1.6.19, cf. App.BC 1.22
subst. ἐκβοησάντων δὲ τῶν ἐνετῶν ὅτι ... App.Mith.59
c. ὑπό y gen. Πολυκράτης ... εἶπεν ἐ. ὑπὸ Ξενοφῶντος X.An.7.6.41, cf. Men.Fr.537.2.
2 de cosas inserto δι' αὐτῶν ἔνετοι σκυταλίδες I.AI l.c.
3 medic. que se introduce, que se administra por el ano, de medicamentos, Paul.Aeg.7.12.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
introduit dans ; aposté, suborné.
Étymologie: ἐνίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνετός: [adj. verb. к ἐνίημι подосланный (ὑπό τινος Xen. - v.l. ἀναστάς).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.

Greek Monolingual

ἐνετός, -ή, -όν (AM) ἐνίημι
1. αυτός που παρεμβάλλεται, παρέμβλητος
2. αυτός που διαχέεται μέσα σε κάτι
3. βαλτός, εγκάθετος.