ἐνυδρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit sur l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνυδρος]], [[βίος]].
|btext=ος, ον :<br />qui vit sur l'eau.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνυδρος]], [[βίος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνυδρόβιος:''' [[живущий на воде]] (χῆνες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐνυδρόβῑος:''' -ον, αυτός που ζει στο [[νερό]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνυδρόβιος:''' [[живущий на воде]] (χῆνες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐνυδρό-βῐος, ον <i>adj</i><br />[[living]] in the [[water]], Anth.
|mdlsjtxt=ἐνυδρό-βῐος, ον <i>adj</i><br />[[living]] in the [[water]], Anth.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυδρόβῐος Medium diacritics: ἐνυδρόβιος Low diacritics: ενυδρόβιος Capitals: ΕΝΥΔΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: enydróbios Transliteration B: enydrobios Transliteration C: enydrovios Beta Code: e)nudro/bios

English (LSJ)

ον, living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit sur l'eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.

Greek Monolingual

ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.

Greek Monotonic

ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐνυδρό-βῐος, ον adj
living in the water, Anth.