ἐπαινετικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concene l'éloge, laudatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concene l'éloge, laudatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαινετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонный к восхвалению]] (οὐκ ἐ. οὐδὲ [[κακολόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[хвалебный]], [[похвальный]] ([[λόγος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαινετικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонный к восхвалению]] (οὐκ ἐ. οὐδὲ [[κακολόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[хвалебный]], [[похвальный]] ([[λόγος]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαινετικός Medium diacritics: ἐπαινετικός Low diacritics: επαινετικός Capitals: ΕΠΑΙΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epainetikós Transliteration B: epainetikos Transliteration C: epainetikos Beta Code: e)painetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, given to praising, laudatory, Arist.EN1125a7; λόγος ἐ. Luc.Pr. Im.19. Adv. -κῶς Eust.102.37.

German (Pape)

[Seite 895] ή, όν, zum Loben geneigt, Arist. Eth 4, 8; lobend, λόγος, Luc. pro imagg. 19. – Adv. Eust.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concene l'éloge, laudatif.
Étymologie: ἐπαινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαινετικός:
1) склонный к восхвалению (οὐκ ἐ. οὐδὲ κακολόγος Arst.);
2) хвалебный, похвальный (λόγος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαινετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν συνήθειαν νὰ ἐπαινῇ, οὐδ’ αὖ ἐπαινετικός ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 31· ἔχων ἔπαινον, ἐγκωμιαστικός, τῶν ἐπαινετικῶν τούτων λόγων Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 19. ― Ἐπίρρ. ἐπαινετικῶς Εὐστ. 102. 37.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπαινετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που γίνεται για έπαινο
2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια»).