ἐπανορθωτικός: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπανορθωτικός:''' [[могущий исправить]], [[служащий улучшению]] (τὸ [[δίκαιον]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, corrective, restorative, τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον Arist.EN1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. -κῶς Sch.D.3.33.
German (Pape)
[Seite 903] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανορθωτικός: могущий исправить, служащий улучшению (τὸ δίκαιον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανορθωτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α επανορθωτικός, -ή, -όν επανορθώνω
1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό
ναυτ. σήμα για την επανόρθωση της τάξεως, για τη διόρθωση της πορείας.