ἐπιληΐς: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ΐδος<br /><i>adj. f.</i><br />conquise comme butin, <i>càd</i> par le droit de la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λεία]]. | |btext=ΐδος<br /><i>adj. f.</i><br />conquise comme butin, <i>càd</i> par le droit de la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιληΐς:''' ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπιληΐς:''' -ΐδος, ἡ ([[λεία]]), αυτή που έχει ληφθεί ως [[λεία]], που έχει κατακτηθεί ως [[λάφυρο]], σε Ξεν. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, λείἀ obtained as booty or plunder, gained in war, πόλεις X.HG3.2.23.
German (Pape)
[Seite 958] ίδος, (als Beute) erobert, πόλις Xen. Hell. 3, 2, 23.
French (Bailly abrégé)
ΐδος
adj. f.
conquise comme butin, càd par le droit de la guerre.
Étymologie: ἐπί, λεία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιληΐς: ΐδος adj. f добытый на войне, захваченный (πόλεις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιληΐς: ΐδος, ἡ, (λεία) ἡ ληφθείσα ὡς λεία ἢ λάφυρον, κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, ἐπιληΐδας γὰρ ἔχοιεν τὰς πόλεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23.
Greek Monotonic
ἐπιληΐς: -ΐδος, ἡ (λεία), αυτή που έχει ληφθεί ως λεία, που έχει κατακτηθεί ως λάφυρο, σε Ξεν.