ἑξαπέλεκυς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0870.png Seite 870]] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξαπέλεκυς:''' 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. [[ἀρχή]] Polyb. = [[praetura]]; ὁ ἑ. [[ἡγεμών]] или [[στρατηγός]] Polyb., Diod. = [[praetor]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑξαπέλεκυς]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> αυτός που η [[εξουσία]] του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἡγεμών]], [[στρατηγός]], [[πραίτωρ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ἑξαπέλεκυς]]<br />πραίτορας, [[στρατηγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του πραίτορα, η [[αρχή]] του στρατηγού (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[ἑξαπέλεκυς]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> αυτός που η [[εξουσία]] του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἡγεμών]], [[στρατηγός]], [[πραίτωρ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ἑξαπέλεκυς]]<br />πραίτορας, [[στρατηγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του πραίτορα, η [[αρχή]] του στρατηγού (<b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξαπέλεκυς:''' 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. [[ἀρχή]] Polyb. = [[praetura]]; ὁ ἑ. [[ἡγεμών]] или [[στρατηγός]] Polyb., Diod. = [[praetor]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾰπέλεκῠς Medium diacritics: ἑξαπέλεκυς Low diacritics: εξαπέλεκυς Capitals: ΕΞΑΠΕΛΕΚΥΣ
Transliteration A: hexapélekys Transliteration B: hexapelekys Transliteration C: eksapelekys Beta Code: e(cape/lekus

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, with six axes, ἑ. ἀρχή, = Lat. sexfascalis, of the praetor, Plb.3.40.9; ἑ. ἡγεμών or simply ἑ. a praetor, Id.2.24.6, 3.40.11; στρατηγός ib.106.6, D.S.31.42: pl., App.Syr.15.

Spanish (DGE)

-εως
al que corresponde un séquito de seis portadores de fasces o lictores, e.d., propio de la pretura por op. a la dignidad consular, a la que correspondían doce lictores, como trad. de lat. sexfascalis οἱ δὲ δὺο τὴν ἑξαπέλεκυν (ἀρχήν) los otros dos eran de la pretura, e.d., eran pretores, Plb.3.40.9, cf. Them.Or.34.453
de pers. perteneciente a la pretura, pretor ἑ. ὑπάρχων Plb.3.40.11, ἡγεμών Plb.2.24.6, cf. 3.40.14, στρατηγός Plb.3.106.6, cf. 33.1.5, D.S.29.26, 31.42, 33.2, App.Syr.15
subst. οἱ ἑξαπελέκεις los pretores ἐξαπέστειλαν ... ἕνα δὲ τῶν ἑξαπελέκεων Plb.2.23.5, cf. 3.56.6.

German (Pape)

[Seite 870] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἑξαπέλεκυς: 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. ἀρχή Polyb. = praetura; ὁ ἑ. ἡγεμών или στρατηγός Polyb., Diod. = praetor.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξᾰπέλεκυς: -εως, ὁ, ἡ, ἔχων ἓξ πελέκεις, ἑξ. ἀρχή, τὸ ἀξίωμα τοῦ Ρωμαίου Πραίτωρος, Πολύβ. 3. 40, 9· ἑξ. ἡγεμὼν ἢ στρατηγὸς ἢ ἁπλῶς ἑξαπέλεκυς = πραίτωρ, ὁ αὐτ. 2. 24, 6., 3. 40, 11, κτλ.

Greek Monolingual

ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια
2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς
πραίτορας, στρατηγός
4. φρ. «ἑξαπέλεκυς ἀρχή» — το αξίωμα του πραίτορα, η αρχή του στρατηγού (Πολ.).