ἔγκριτος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0710.png Seite 710]] für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔγκρῐτος:''' досл. избранный, перен. проверенный, испытанный (πρὸς ἀρετήν Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγκριτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[διαπρεπής]], [[εξαίρετος]] («[[έγκριτος]] [[δικηγόρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι έγκριτοι</i><br />όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δεκτός]] ή [[παραδεκτός]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγκριτος]], -ον)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[διαπρεπής]], [[εξαίρετος]] («[[έγκριτος]] [[δικηγόρος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι έγκριτοι</i><br />όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται [[δεκτός]] ή [[παραδεκτός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, admitted, accepted, Pl.Lg.966d, IG12(9).189.9 (Eretria, iv B. C.); ἔ. θεά Herod.Med. in Rh.Mus.58.106.
Spanish (DGE)
-ον
1 aceptado, admitido de pers. τῶν πρὸς ἀρετὴν ἔγκριτον γίγνεσθαι Pl.Lg.966d
•subst. οἱ ἔγκριτοι los admitidos al conocimiento de los misterios crist. por la fe, Clem.Al.Strom.6.15.126
•de una expresión ἐγκριτώτερον δὲ ἔσται τοῦτο τοῦ προτέρου Sch.Luc.Dem.Enc.3.
2 escogido, selecto ἄρνες ref. víctimas sacrificiales especialmente seleccionadas IG 12(9).189.8 (Eretria IV a.C.), ἡ ἄχραντος καὶ ἔ. ... δόξα ref. el Espíritu Santo, Didym.Trin.2.1.11
•subst. c. gen. partit. ὁ ἔ. el elegido de San Pedro ὁ ἔ. τῶν ἀποστόλων Basil.M.31.1548A, op. κατεγνωσμένος ‘condenado’, Gr.Naz.M.36.396B, τοῦ λαοῦ μάλιστα τῷ ἐγκρίτῳ τε καὶ καθαρωτάτῳ especialmente a la parte más selecta y pura del pueblo Gr.Naz.M.35.1032B, οἱ ... ἔγκριτοι τῶν ἀποτελεσματικῶν Cat.Cod.Astr.9(1).176.26.
3 auténtico, genuino τῶν πνευματικῶν ... ἔ. ἐραστής Cyr.Al.M.69.885A.
German (Pape)
[Seite 710] für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκρῐτος: досл. избранный, перен. проверенный, испытанный (πρὸς ἀρετήν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκριτος: -ον, ὁ ἐγκριθείς, ὁ γενόμενος δεκτός, Πλατ. Νόμ. 966D.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔγκριτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοι
όσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)
αρχ.
αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός.