ἑπτάλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux sept collines (la ville, <i>càd</i> Rome).<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[λόφος]].
|btext=ος, ον :<br />aux sept collines (la ville, <i>càd</i> Rome).<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[λόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑπτάλοφος:''' [[семихолмный]] ([[Ῥώμη]] Plut., Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑπτάλοφος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω σε [[επτά]] λόφους, λέγεται για τη [[Ρώμη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἑπτάλοφος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω σε [[επτά]] λόφους, λέγεται για τη [[Ρώμη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑπτάλοφος:''' [[семихолмный]] ([[Ῥώμη]] Plut., Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἑπτά]]-λοφος, ον<br />on [[seven]] hills, of [[Rome]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἑπτά]]-λοφος, ον<br />on [[seven]] hills, of [[Rome]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάλοφος Medium diacritics: ἑπτάλοφος Low diacritics: επτάλοφος Capitals: ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ
Transliteration A: heptálophos Transliteration B: heptalophos Transliteration C: eptalofos Beta Code: e(pta/lofos

English (LSJ)

ον, seven-hilled, ἄστυ, of Rome, Cic.Att. 6.5.2, AP14.121 (Metrod.), cf. Plu.2.280d.

German (Pape)

[Seite 1012] siebenhügelig, ἄστυ, Cic. Att. 3, 5; Plut. qu. Rom. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sept collines (la ville, càd Rome).
Étymologie: ἑπτά, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάλοφος: семихолмный (Ῥώμη Plut., Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάλοφος: -ον, ὁ ἔχων ἑπτὰ λόφους, περὶ τῆς Ρώμης, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 2, Ἀνθ. Π. 14. 121, Πλούτ. 2. 280D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει επτά λόφους, είναι χτισμένος πάνω σε επτά λόφους
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑπτάλοφος
α) η Ρώμη
β) η Κωνσταντινούπολη.

Greek Monotonic

ἑπτάλοφος: -ον, αυτός που βρίσκεται πάνω σε επτά λόφους, λέγεται για τη Ρώμη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἑπτά-λοφος, ον
on seven hills, of Rome, Anth.