ἠπιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux doux présents.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δῶρον]].
|btext=ος, ον :<br />aux doux présents.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δῶρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιόδωρος:''' [[ласково дарящий]], [[любвеобильный]] ([[μήτηρ]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), [[ευεργετικός]], [[γενναιόδωρος]], αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἠπιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), [[ευεργετικός]], [[γενναιόδωρος]], αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιόδωρος:''' [[ласково дарящий]], [[любвеобильный]] ([[μήτηρ]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠπιό-δωρος, ον [[δῶρον]]<br />[[soothing]] by gifts, [[bountiful]], Il.
|mdlsjtxt=ἠπιό-δωρος, ον [[δῶρον]]<br />[[soothing]] by gifts, [[bountiful]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐόδωρος Medium diacritics: ἠπιόδωρος Low diacritics: ηπιόδωρος Capitals: ΗΠΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: ēpiódōros Transliteration B: ēpiodōros Transliteration C: ipiodoros Beta Code: h)pio/dwros

English (LSJ)

ον, soothing by gifts, bountiful, fond, μήτηρ Il.6.251; Κύπρις Stesich.26; Μοῦσαι Opp.H.4.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1174] milde Gaben gebend; μήτηρ Il. 6, 251, Schol. πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν; Κύπρις gtesichor. bei Schol. Eur. Or. 249; Μοῦσαι Opp. H. 4, 7; Ἀσκληπιός Orph. H. 67, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doux présents.
Étymologie: ἤπιος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιόδωρος: ласково дарящий, любвеобильный (μήτηρ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων καταπραΰνων, μήτηρ, («πραϋντικὰ δωρουμένη κατὰ τὴν παιδοτροφίαν» Σχολ.), Ἰλ. Ζ. 251· Κύπρις Στησίχ. 17· Μοῦσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 7, κτλ.

English (Autenrieth)

kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.

Greek Monolingual

ἠπιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. ά-δωρος].

Greek Monotonic

ἠπιόδωρος: -ον (δῶρον), ευεργετικός, γενναιόδωρος, αυτός που εξευμενίζει μέσω δώρων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠπιό-δωρος, ον δῶρον
soothing by gifts, bountiful, Il.