ἡμιθνής: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />à demi mort, moribond.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[θνῄσκω]].
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />à demi mort, moribond.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[θνῄσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιθνής:''' ῆτος adj. полумертвый Thuc., Arph., Aeschin., Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ = [[ἡμιθανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἡμιθνής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ = [[ἡμιθανής]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμιθνής:''' ῆτος adj. полумертвый Thuc., Arph., Aeschin., Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]θνής, ῆτος, = [[ἡμιθανής]], Ar., Thuc., etc.]
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]θνής, ῆτος, = [[ἡμιθανής]], Ar., Thuc., etc.]
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιθνής Medium diacritics: ἡμιθνής Low diacritics: ημιθνής Capitals: ΗΜΙΘΝΗΣ
Transliteration A: hēmithnḗs Transliteration B: hēmithnēs Transliteration C: imithnis Beta Code: h(miqnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, = ἡμιθανής, Ar.Nu.504, Th. 2.52, Plb.14.5.7, Gal.10.1021; of fear, Aeschin.3.159; ὕπνος βαθὺς καὶ ἡ. Philostr.VA2.36.

German (Pape)

[Seite 1168] ῆτος, halb todt; Ar. Nubb. 504; Thuc. 2, 52; Aesch. 3, 159; Pol. 14, 5, 7 u. Sp. – Der Accent ἡμίθνης ist wider die Analogie.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
à demi mort, moribond.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμιθνής: ῆτος adj. полумертвый Thuc., Arph., Aeschin., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιθνής: ῆτος, ὁ, ἠ, = ἡμιθανής, Ἀριστοφ. Νεφ. 504, Θουκ. 2. 52, Αἰσχίν. 76. 18, κτλ.· ὕπνος βαθὺς καὶ ἡμ. Φιλόστρ. 88.

Greek Monolingual

ἡμιθνής, ὁ (Α)
1. ημιθανής
2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμοθνής, χειμοθνής].

Greek Monotonic

ἡμιθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ = ἡμιθανής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἡμι-θνής, ῆτος, = ἡμιθανής, Ar., Thuc., etc.]