ἡμερίδης: Difference between revisions
τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />vin doux <i>en parl. de Bacchus, le dieu du vin doux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />vin doux <i>en parl. de Bacchus, le dieu du vin doux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμερίδης:''' ου adj. m дающий нежное вино (эпитет Вакха) Plut.<br />ου ὁ нежное, тонкое вино Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμερίδης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για οίνο) [[ελαφρός]], [[γλυκός]]<br /><b>2.</b> επίθ. του Διονύσου ως προστάτη της ημερίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] 1 <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]]. Με τη [[σημασία]] 2 <span style="color: red;"><</span> [[ημερίς]]]. | |mltxt=[[ἡμερίδης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για οίνο) [[ελαφρός]], [[γλυκός]]<br /><b>2.</b> επίθ. του Διονύσου ως προστάτη της ημερίδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] 1 <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]]. Με τη [[σημασία]] 2 <span style="color: red;"><</span> [[ημερίς]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἥμερος) of wine, A mild, mellow, Plu.2.663d, 692e. 2 epithet of Dionysus, as patron of the cultivated vine (ἡμερίς), ib.451c,994a.
German (Pape)
[Seite 1165] ὁ (ἥμερος), zahm, milde; vom Weine, Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E.; bes. heißt so Dionysos, weil er den zahmen Weinstock, ἡμερίς, geschaffen hat, de esu carn. 1, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vin doux en parl. de Bacchus, le dieu du vin doux.
Étymologie: ἥμερος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερίδης: ου adj. m дающий нежное вино (эпитет Вакха) Plut.
ου ὁ нежное, тонкое вино Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερίδης: -ου, ὁ, (ἥμερος), ἐπὶ οἴνου, ἤπιος, μαλακός, Λατ. mitis, τὸν δ’ ἀνθοσμίαν ἀπωσάμενοι τουτονὶ καὶ ἡμερίδην, ἀγριώτερον πίνομεν ἐκ πίθου Πλούτ. 2.663D, 692Ε· - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου ὡς προστάτου τῆς ἡμερίδος, αὐτόθι 451C, 994Α.
Greek Monolingual
ἡμερίδης, -ου, ὁ (Α)
1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός
2. επίθ. του Διονύσου ως προστάτη της ημερίδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς].