ἡλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les héliastes, d’héliaste.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les héliastes, d’héliaste.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιαστικός:''' [[судейский]] ([[ὅρκος]] Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; [[γέρων]] ἡ. Arph. старый судья.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡλιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἡλιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιαστικός:''' [[судейский]] ([[ὅρκος]] Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; [[γέρων]] ἡ. Arph. старый судья.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡλιαστικός]], ή, όν [from [[ἡλιαστής]]<br />of, for, or like a Heliast, Ar.
|mdlsjtxt=[[ἡλιαστικός]], ή, όν [from [[ἡλιαστής]]<br />of, for, or like a Heliast, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαστικός Medium diacritics: ἡλιαστικός Low diacritics: ηλιαστικός Capitals: ΗΛΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēliastikós Transliteration B: hēliastikos Transliteration C: iliastikos Beta Code: h(liastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of, for, or like a Heliast, γέρων Ar.V.195; ὀβολός Id.Nu.863; ὅρκος Lex ap.D.24.21, Hyp.Eux.40.

German (Pape)

[Seite 1160] den Heliasten, den Richter in der Heliaia betreffend; ὀβολός, der Richtersold, Ar. Nubb. 853; γέρων ἡλ., ein alter Richter, Vesp. 194; ὅρκος, Dem. 24, 21, der Richtereid.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les héliastes, d’héliaste.
Étymologie: ἡλιαστής.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιαστικός: судейский (ὅρκος Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; γέρων ἡ. Arph. старый судья.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., γέρων Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ ὀβολός ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ ὅρκος Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.

Greek Monolingual

ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) ηλιαστής
αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῦ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἡλιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἡλιαστικός, ή, όν [from ἡλιαστής
of, for, or like a Heliast, Ar.