ἰσοπολιτεία: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>droit public</i> égalité des droits politiques accordée à un étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πολιτεία]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>droit public</i> égalité des droits politiques accordée à un étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[πολιτεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσοπολῑτεία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[равенство гражданских прав]], [[политическое равноправие]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[взаимное предоставление национального полноправия иноземцам]] (по межгосударственному договору) (οἱ Ἀθηναῖοι πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Polyb.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰσοπολιτεία]])<br />η [[ισότητα]] τών πολιτών [[απέναντι]] στον νόμο, [[ισότητα]] πολιτικών δικαιωμάτων, [[ισονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αμοιβαία [[παραχώρηση]] πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο [[πόλεων]] η οποία έχει κατοχυρωθεί με [[συνθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιτεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[πολιτεύομαι]])]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ἰσοπολιτεία]])<br />η [[ισότητα]] τών πολιτών [[απέναντι]] στον νόμο, [[ισότητα]] πολιτικών δικαιωμάτων, [[ισονομία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αμοιβαία [[παραχώρηση]] πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο [[πόλεων]] η οποία έχει κατοχυρωθεί με [[συνθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πολιτεία]] (<span style="color: red;"><</span> [[πολιτεύομαι]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:34, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A equality of civic rights, Arist.Fr.575; granted to individuals, IG7.4264 (Oropus, iii B.C.), 5(2).11 (Tegea, iii B.C.), etc.; or to communities, SIG472.11 (Phigalea, iii B.C.), Plb.16.26.9, D.S.15.46, etc. 2 esp. reciprocity of such rights (guaranteed by treaty between two states), GDI5040 (Crete), OGI265 (Pergam., iii B.C.), etc.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plu.2.300b.
German (Pape)
[Seite 1266] ἡ, gleiches Bürgerrecht, Gleichheit, der bürgerlichen Rechte; πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Pol. 16, 26, 9; ἰσοπολιτείας μεταλαβεῖν Plut. Camill. 38. Bes. auch wo zwei Staaten gegenseitig der eine den Bürgern des andern das Bürgerrecht ertheilen, Λιβαδεῦσίν ἐστιν ἰσοπολιτεία πρὸς Ἀρκάδας Plut. qu. Gr. 39.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit public égalité des droits politiques accordée à un étranger.
Étymologie: ἴσος, πολιτεία.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπολῑτεία: ἡ
1) равенство гражданских прав, политическое равноправие Arst., Plut.;
2) взаимное предоставление национального полноправия иноземцам (по межгосударственному договору) (οἱ Ἀθηναῖοι πᾶσι Ῥοδίοις ἰσοπολιτείαν ἐψηφίσαντο Polyb.; Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰ. πρὸς Ἀρκάδας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπολῑτεία: ἡ, ἰσότης πολιτικῶν δικαιωμάτων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 537· παρεχομένη εἰς ἰδιώτας, εἶμεν αὐτῷ ἰσοπολιτείαν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1567, πρβλ. 1772-3. 2) ἰδίως συνθήκη μεταξὺ δύο πόλεων περὶ ἀμοιβαίας παραχωρήσεως τοιούτων δικαιωμάτων, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 190., 2558, Πολύβ. 16. 26. 9, κτλ.· Λεβαδεῦσίν ἐστιν ἰσ. πρὸς Ἀρκάδας Πλούτ. 2. 300Α· οὕτως, αἱ ἰσοπολίτιδες πόλεις, αἱ εἰσελθοῦσαι εἰς τοιαύτας συνθήκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 ΙΙ. 16· ἐντεῦθεν ἐπὶ τῶν Ρωμαϊκῶν municipia, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 10: - πρβλ. Niebuhi Ρωμ. Ἱστ. 2, σημείωσ. 101.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσοπολιτεία)
η ισότητα τών πολιτών απέναντι στον νόμο, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ισονομία
αρχ.
αμοιβαία παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο πόλεων η οποία έχει κατοχυρωθεί με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πολιτεία (< πολιτεύομαι)].