ὀδακτάζω: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] poet. = [[ὀδάξω]]; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] poet. = [[ὀδάξω]]; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδακτάζω:''' Anth. = [[ὀδάξω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>λακ</i>-[[τίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]].
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>λακ</i>-[[τίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀδακτάζω:''' Anth. = [[ὀδάξω]].
}}
}}

Revision as of 21:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδακτάζω Medium diacritics: ὀδακτάζω Low diacritics: οδακτάζω Capitals: ΟΔΑΚΤΑΖΩ
Transliteration A: odaktázō Transliteration B: odaktazō Transliteration C: odaktazo Beta Code: o)dakta/zw

English (LSJ)

bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608 : ὀδακτίζω, D.H. 14.10; cf. ὀδάξω.

German (Pape)

[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).

Russian (Dvoretsky)

ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.

Greek Monolingual

ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακ-τίζω)
βλ. και λ. οδάξ].