ὀδακτάζω

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδακτάζω Medium diacritics: ὀδακτάζω Low diacritics: οδακτάζω Capitals: ΟΔΑΚΤΑΖΩ
Transliteration A: odaktázō Transliteration B: odaktazō Transliteration C: odaktazo Beta Code: o)dakta/zw

English (LSJ)

bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608: ὀδακτίζω, D.H. 14.10; cf. ὀδάξω.

German (Pape)

[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).

Russian (Dvoretsky)

ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.

Greek Monolingual

ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακτίζω)
βλ. και λ. οδάξ].