ὀδακτάζω
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608: ὀδακτίζω, D.H. 14.10; cf. ὀδάξω.
German (Pape)
[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).
Russian (Dvoretsky)
ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.
Greek Monolingual
ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακτίζω)
βλ. και λ. οδάξ].