ἱππαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ῆρος, ὁ, der Reiter, zum Reiten gehörig; [[μύωψ]], [[κημός]], Asclpds. 30 Antp. Sid. 87 (V, 203. VII, 424).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ῆρος, ὁ, der Reiter, zum Reiten gehörig; [[μύωψ]], [[κημός]], Asclpds. 30 Antp. Sid. 87 (V, 203. VII, 424).
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππαστήρ:''' ῆρος adj. m служащий для верховой езды, конский ([[κημός]], [[μύωψ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππαστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ιππευτής]], [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο [[ίππος]] («ἱππαστὴρ [[κημός]]» — το [[φίμωτρο]] με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[ἱππαστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[ιππευτής]], [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο [[ίππος]] («ἱππαστὴρ [[κημός]]» — το [[φίμωτρο]] με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππαστήρ:''' ῆρος adj. m служащий для верховой езды, конский ([[κημός]], [[μύωψ]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαστήρ Medium diacritics: ἱππαστήρ Low diacritics: ιππαστήρ Capitals: ΙΠΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: hippastḗr Transliteration B: hippastēr Transliteration C: ippastir Beta Code: i(ppasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = ἱππαστής (fit for riding), metaph of the μύωψ, AP 5.202 (Asclep.) ; κημός ib. 7.424 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, zum Reiten gehörig; μύωψ, κημός, Asclpds. 30 Antp. Sid. 87 (V, 203. VII, 424).

Russian (Dvoretsky)

ἱππαστήρ: ῆρος adj. m служащий для верховой езды, конский (κημός, μύωψ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ. ΙΙ. Ἀνθολ. Π. 5. 203, 7. 424.

Greek Monolingual

ἱππαστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος
2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» — το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.).