Ἰάονες: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*)ia/ones | |Beta Code=*)ia/ones | ||
|Definition=[ῐᾱ], οἱ,= [[Ἴωνες]], [[Ionians]], <span class="bibl">Il.13.685</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>147</span>, etc.; in the mouth of a Persian = [[Ἕλληνες]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>178</span>, <span class="bibl">563</span>(lyr.): sg., [[Ἰάων]] rare, <span class="bibl">Theoc.16.57</span>:—fem. [[Ἰαονίς]], ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.<span class="title">Fr.</span> 74.8: [[Ἰαονίηθε]], [[from Ionia]], ib.2: [[Ἰαόνιος]], α, ον, [[Greek]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>69</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>899</span>(lyr., Herm. for [[Ἰόνιον]]); [[Athenian]], Orac. ap. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span> 10</span>. | |Definition=[ῐᾱ], οἱ,= [[Ἴωνες]], [[Ionians]], <span class="bibl">Il.13.685</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>147</span>, etc.; in the mouth of a Persian = [[Ἕλληνες]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>178</span>, <span class="bibl">563</span>(lyr.): sg., [[Ἰάων]] rare, <span class="bibl">Theoc.16.57</span>:—fem. [[Ἰαονίς]], ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.<span class="title">Fr.</span> 74.8: [[Ἰαονίηθε]], [[from Ionia]], ib.2: [[Ἰαόνιος]], α, ον, [[Greek]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>69</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Pers.</span>899</span>(lyr., Herm. for [[Ἰόνιον]]); [[Athenian]], Orac. ap. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span> 10</span>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἰάονες:''' (ᾱ) οἱ [pl. к [[Ἰάων]] (= [[Ἴωνες]]) ионийцы, жители Аттики и Мегары или (вообще) греки Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἰάονες:''' [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί <i>Ἴωνες</i>, [[Ίωνες]], στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = <i>Ἕλληνες</i>, σε Αισχύλ.· ενικ. [[Ἰάων]], [[σπάνιος]], σε Θεόκρ.· [[Ἰαόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ. | |lsmtext='''Ἰάονες:''' [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί <i>Ἴωνες</i>, [[Ίωνες]], στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = <i>Ἕλληνες</i>, σε Αισχύλ.· ενικ. [[Ἰάων]], [[σπάνιος]], σε Θεόκρ.· [[Ἰαόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:42, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐᾱ], οἱ,= Ἴωνες, Ionians, Il.13.685, h.Ap.147, etc.; in the mouth of a Persian = Ἕλληνες, A.Pers.178, 563(lyr.): sg., Ἰάων rare, Theoc.16.57:—fem. Ἰαονίς, ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.Fr. 74.8: Ἰαονίηθε, from Ionia, ib.2: Ἰαόνιος, α, ον, Greek, A.Supp.69 (lyr.), Pers.899(lyr., Herm. for Ἰόνιον); Athenian, Orac. ap. Plu.Sol. 10.
Russian (Dvoretsky)
Ἰάονες: (ᾱ) οἱ [pl. к Ἰάων (= Ἴωνες) ионийцы, жители Аттики и Мегары или (вообще) греки Anth.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰάονες: οἱ, ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ Ἴωνες, εἰς οὓς περιλαμβάνονται κατὰ τὸν Ὅμ. (Ἰλ. Ν. 685, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 147) οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν Μεγάρων· ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. τ. 6. σ. 287: - ἐν τῇ Περσικῇ γλώσσῃ ἦτο = τῷ Ἕλληνες, Αἰσχύλ. Πέρσ. 178. 583· οὕτω καὶ σήμερον οἱ Τοῦρκοι καλοῦσι τοὺς Ἕλληνας Γιουνάν: - ὁ ἑνικ. Ἰάων εἶναι σπάν., Θεόκρ. 16. 57, πρβλ. Ἰαοναῦ: θηλ. Ἰαονίς, ίδος, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Β· Ἰαονία, ἡ, Ἰωνία, αὐτόθι Α. G. - Ἰαόνιος, α, ον, Ἑλληνικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ.?69, Πέρσ. 899 (κατὰ τὸν Ἔρμανν. ἀντὶ Ἰόνιον)· Ἀθηναῖος, Χρησμ. παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλωνι 10. Ἰᾱ΄ονες· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 949 ὑπάρχει ἡμαρτημένος τύπος Ἰᾰ΄νων.
English (Autenrieth)
Ionians, Il. 13.685†.
Greek Monolingual
Ἰάονες, οἱ (Α)
(εκτεταμένος τ.) οι Ίωνες
2. (στην περσική γλώσσα) οι Έλληνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Ίωνες].
Greek Monotonic
Ἰάονες: [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί Ἴωνες, Ίωνες, στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = Ἕλληνες, σε Αισχύλ.· ενικ. Ἰάων, σπάνιος, σε Θεόκρ.· Ἰαόνιος, -α, -ον, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.
Middle Liddell
[lengthd. for Ἴωνες,]
the Ionians, including, Il.:—in Persian it was = Ἕλληνες, Aesch.:— sg. Ἰάων rare, Theocr.
Frisk Etymology German
Ἰάονες: {Iáones}
See also: ep. für Ἴωνες.
Page 1,705