ὅδισμα: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />route, voyage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | |btext=ατος (τό) :<br />route, voyage.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὅδισμα:''' ατος τό путь, дорога: ὅ. πολύγομφον Aesch. крепко сколоченная дорога (о мосте Ксеркса через Геллеспонт) Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὅδισμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>ὁδίζω</i>), [[περιοχή]] απ' όπου διέρχεται [[δρόμος]], [[τμήμα]] γέφυρας, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὅδισμα:''' -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το <i>ὁδίζω</i>), [[περιοχή]] απ' όπου διέρχεται [[δρόμος]], [[τμήμα]] γέφυρας, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὅδισμα]], ατος, τό, [as if from ὁδίζω]<br />a [[road]]-way, Aesch. | |mdlsjtxt=[[ὅδισμα]], ατος, τό, [as if from ὁδίζω]<br />a [[road]]-way, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, πολύγομφον ὅ. a way compact with bolts, i.e. Xerxes' bridge over the Hellespont, A.Pers.71 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 292] τό, πολύγομφον, Aesch. Pers. 71, die von Xerxes über den Hellespont geschlagene Schiffbrücke, die vielverbundene Straße.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
route, voyage.
Étymologie: ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
ὅδισμα: ατος τό путь, дорога: ὅ. πολύγομφον Aesch. крепко сколоченная дорога (о мосте Ксеркса через Геллеспонт) Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ὅδισμα: τό, (ὡς ἐκ ῥήματ. ὁδίζω), πολύγομφον ὅδ., ὁδὸς συνηρμοσμένη διὰ πολλῶν γόμφων, δηλ. ἡ τοῦ Ξέρξου γέφυρα ὑπὲρ τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 71.
Greek Monotonic
ὅδισμα: -ατος, τό (όπως αν προερχόταν από το ὁδίζω), περιοχή απ' όπου διέρχεται δρόμος, τμήμα γέφυρας, σε Αισχύλ.