ὑποχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=céder la place, céder devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], χάζομαι.
|btext=céder la place, céder devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], χάζομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχάζομαι:''' (aor. [[ὑποκεκαδόμην]]) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχάζομαι:''' Επικ. αόρ. βʹ <i>-κεκαδόμην</i>· αποθ., αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] τμηματικά ή [[λιγάκι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑποχάζομαι:''' Επικ. αόρ. βʹ <i>-κεκαδόμην</i>· αποθ., αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] τμηματικά ή [[λιγάκι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχάζομαι:''' (aor. [[ὑποκεκαδόμην]]) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic aor2 -κεκαδόμην<br />Dep.:— to [[give]] way [[gradually]] or a [[little]], Il.
|mdlsjtxt=epic aor2 -κεκαδόμην<br />Dep.:— to [[give]] way [[gradually]] or a [[little]], Il.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχάζομαι Medium diacritics: ὑποχάζομαι Low diacritics: υποχάζομαι Capitals: ΥΠΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypocházomai Transliteration B: hypochazomai Transliteration C: ypochazomai Beta Code: u(poxa/zomai

English (LSJ)

aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.

French (Bailly abrégé)

céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχάζομαι: (aor. ὑποκεκαδόμην) несколько отступать, подаваться назад (Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) αποσύρομαι, υποχωρώ βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑποχάζομαι: Επικ. αόρ. βʹ -κεκαδόμην· αποθ., αποσύρομαι, υποχωρώ τμηματικά ή λιγάκι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic aor2 -κεκαδόμην
Dep.:— to give way gradually or a little, Il.