ῥευστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fluide, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥευστός]].
|btext=ή, όν :<br />fluide, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥευστός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥευστικός:''' [[текучий]], [[превратившийся в жидкость]] ([[ἀναθυμίασις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥευστικός:''' -ή, -όν ([[ῥέω]]), [[ρευστός]], [[χυτός]], [[υγρός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ῥευστικός:''' -ή, -όν ([[ῥέω]]), [[ρευστός]], [[χυτός]], [[υγρός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥευστικός:''' [[текучий]], [[превратившийся в жидкость]] ([[ἀναθυμίασις]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥευστικός]], ή, όν [ῥέω]<br />[[flowing]], [[liquid]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ῥευστικός]], ή, όν [ῥέω]<br />[[flowing]], [[liquid]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥευστικός Medium diacritics: ῥευστικός Low diacritics: ρευστικός Capitals: ΡΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: rheustikós Transliteration B: rheustikos Transliteration C: refstikos Beta Code: r(eustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, flowing, liquid, Plu.Aem.14, 2.905e. Adv. -κῶς ib.878f.

German (Pape)

[Seite 838] flüssig, fließend, Plut. Aem. Paull. 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fluide, coulant.
Étymologie: ῥευστός.

Russian (Dvoretsky)

ῥευστικός: текучий, превратившийся в жидкость (ἀναθυμίασις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥευστικός: -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, ἀσταθής, οὐσία Πλούτ. 2. 268D· πολυπραγμοσύνη ῥ. εἰς ἅπαντα αὐτόθι 522Α.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΜΑ ῥευστός
αυτός που έχει την ιδιότητα της ροής, ρευστός
νεοελλ.
φρ. «ρευστική υφή»
(πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη διεύθυνση της ροής του σχεδόν στερεοποιημένου μάγματος.
επίρρ...
ῥευστικῶς Α
κατά ρευστικό τρόπο.

Greek Monotonic

ῥευστικός: -ή, -όν (ῥέω), ρευστός, χυτός, υγρός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥευστικός, ή, όν [ῥέω]
flowing, liquid, Plut.