ῥυτιδόω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥυτιδώσω ; <i>part. pf. Pass.</i> ἐρρυτιδωμένος;<br />rider.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτίς]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥυτιδώσω ; <i>part. pf. Pass.</i> ἐρρυτιδωμένος;<br />rider.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῠτῐδόω:''' [[покрывать морщинами]], [[морщить]] ([[δέρμα]] ἐρρυτιδωμένον Arst.): ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Luc. со сморщенным лицом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῠτῐδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ῥυτίς]]), κάνω [[κάτι]] να ζαρώσει — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] με [[ρυτίδες]]· μτχ. παρακ. <i>ἐρρυτιδωμένος</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''ῥῠτῐδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ῥυτίς]]), κάνω [[κάτι]] να ζαρώσει — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] με [[ρυτίδες]]· μτχ. παρακ. <i>ἐρρυτιδωμένος</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῠτῐδόω:''' [[покрывать морщинами]], [[морщить]] ([[δέρμα]] ἐρρυτιδωμένον Arst.): ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Luc. со сморщенным лицом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥῠτῐδόω, fut. -ώσω [[ῥυτίς]]<br />to make [[wrinkled]]:—Pass. to be so, perf. [[part]]. ἐρρυτιδωμένος Luc.
|mdlsjtxt=ῥῠτῐδόω, fut. -ώσω [[ῥυτίς]]<br />to make [[wrinkled]]:—Pass. to be so, perf. [[part]]. ἐρρυτιδωμένος Luc.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτῐδόω Medium diacritics: ῥυτιδόω Low diacritics: ρυτιδόω Capitals: ΡΥΤΙΔΟΩ
Transliteration A: rhytidóō Transliteration B: rhytidoō Transliteration C: rytidoo Beta Code: r(utido/w

English (LSJ)

make wrinkled, shrivel up, Arist.Pr.936b10:—Pass., to be wrinkled, ῥυτιδούμενοι [ὀφθαλμοί] Hp.Epid.6.1.13; δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arist.HA578a9, cf. GA780a32; φύλλα Thphr.HP3.10.3; μῆλον Dsc.1.115; τὴν ὄψιν ἐρρυτιδωμένος Luc.Luct.16; of bandages, Sor.1.83.

German (Pape)

[Seite 854] runzlig machen, runzeln; Arist. H. A. 6, 25, im pass., u. oft, wie Folgde; τὴν ὄψιν ἐῤῥυτιδωμένος, Luc. de luct. 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ῥυτιδώσω ; part. pf. Pass. ἐρρυτιδωμένος;
rider.
Étymologie: ῥυτίς.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτῐδόω: покрывать морщинами, морщить (δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arst.): ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Luc. со сморщенным лицом.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτῐδόω: ῥυτιδώνω, καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, διὰ τὶ τὸ θερμὸν ὕδωρ ῥυτιδοῖ, τὸ δὲ πῦρ θερμὸν ὄν, οὐ; Ἀριστ. Προβλ. 24. 7. - Παθητ., πληροῦμαι ῥυτίδων, ῥυτιδούμενοι ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1165Ε· δέρμα ἐρρυτιδωμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 25, 1, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 3, μῆλον Διοσκ. 1. 166· ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Λουκ. περὶ Πένθους 16. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.

Greek Monotonic

ῥῠτῐδόω: μέλ. -ώσω (ῥυτίς), κάνω κάτι να ζαρώσει — Παθ., είμαι γεμάτος με ρυτίδες· μτχ. παρακ. ἐρρυτιδωμένος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ῥῠτῐδόω, fut. -ώσω ῥυτίς
to make wrinkled:—Pass. to be so, perf. part. ἐρρυτιδωμένος Luc.