κενοδοντίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />édenté, sans dents.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[ὀδούς]]. | |btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />édenté, sans dents.<br />'''Étymologie:''' [[κενός]], [[ὀδούς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 22: | ||
|lsmtext='''κενοδοντίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὀδούς]]), [[ανυπαρξία]] δοντιών, σε Ανθ. | |lsmtext='''κενοδοντίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὀδούς]]), [[ανυπαρξία]] δοντιών, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κενοδοντίς''': -ίδος, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[ἀγρεῖφναν]] κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ [[κυνόδους]]) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κεν-οδοντίς, ίδος [[ὀδούς]]<br />[[toothless]], Anth. | |mdlsjtxt=κεν-οδοντίς, ίδος [[ὀδούς]]<br />[[toothless]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 6 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, toothless, AP6.297 (Phan.).
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos.
Greek Monolingual
κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ὁ].
Greek Monotonic
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ (ὀδούς), ανυπαρξία δοντιών, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.